δύσμικτος

From LSJ
Revision as of 07:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύσμικτος Medium diacritics: δύσμικτος Low diacritics: δύσμικτος Capitals: ΔΥΣΜΙΚΤΟΣ
Transliteration A: dýsmiktos Transliteration B: dysmiktos Transliteration C: dysmiktos Beta Code: du/smiktos

English (LSJ)

   A v. δύσμεικτος.

German (Pape)

[Seite 684] schwer zu vermischen, zu vereinigen; Plat. Tim. 35 a; Plut. Num. 17; τινί, mit etwas, Phoc. 2; vgl. Poll. 3, 64. 9, 62, πόλις, von einer schwer zugänglichen Bergstadt. – Adv., δυσμίκτως ἔχειν Plut. Symp. 2, 6, 2.

Greek (Liddell-Scott)

δύσμικτος: -ον, δυσκόλως μιγνυόμενος, μὴ ἔχων συγγένειάν τινα, Πλάτ. Τιμ. 35Α, κτλ. ΙΙ. ἀκοινώνητος· ἐπίρρ., δυσμίκτως ἔχειν Πλούτ. 2, 640D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne se mêle pas ou ne s’unit pas facilement.
Étymologie: δυσ-, μίγνυμι.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): -μεικτ- Pl.Ti.35a
I 1difícil de mezclar φύσις Pl.l.c., Plu.2.1012c, cf. Num.17, τὸ σεμνὸν ... τῷ ἐπιεικεῖ δύσμικτον Plu.Phoc.2
neutr. subst. τὸ δ. dificultad de mezclar οἷον πῦρ καὶ ὕδωρ, διὰ τὸ φύσει δύσμικτον Simp.in Cael.98.1, cf. Gal.8.689.
2 de trato o relación difícil τὰ νέα en matrimonio, Plu.2.754c
insociable de pers., Poll.5.138.
3 de difícil acceso, escarpado de zonas montañosos, Poll.9.22.
II adv. -ως
1 con dificultad para mezclarse πρὸς τὰ ἄλλα γένη δ. ἔχει, καθάπερ ... τὸ ἔλαιον Plu.2.640d.
2 fig., de pers. de modo intratable, insociable Poll.5.139.

Greek Monolingual

δύσμικτος, -ον (Α)
Ι. αυτός που δεν έχει σχέσεις, συγγένεια με άλλον
II. επίρρ. δυσμίκτως
φρ. «δυσμίκτως ἔχω» — είμαι ακοινώνητος·