ἐγχθόνιος

From LSJ
Revision as of 22:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγχθόνιος Medium diacritics: ἐγχθόνιος Low diacritics: εγχθόνιος Capitals: ΕΓΧΘΟΝΙΟΣ
Transliteration A: enchthónios Transliteration B: enchthonios Transliteration C: egchthonios Beta Code: e)gxqo/nios

English (LSJ)

ον,

   A in the earth, σποδιὴ κειμένη ἐ. Epigr.Gr.298, prob. in AP7.740 (Leon.).    II of the country, κύλιξ APl.4.235 (Apollonid.).

German (Pape)

[Seite 713] inländisch, κύλιξ Apollnd. Plan. 235.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγχθόνιος: -ον, ἐν τῇ γῇ, γήινος, σποδιὴ κειμένη ἐγχθ. Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 298. ΙΙ. ἐγχώριος, κύλιξ Ἀνθολ. Πλαν. 235.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de terre.
Étymologie: ἐν, χθών.

Spanish (DGE)

-ον

• Grafía: graf. ἐνχ- GVI 2006.4 (Teos I d.C.)
1 hecho de tierra, de barro κύλιξ op. χρυσέον δέπας AP 16.235 (Apollonid.).
2 como pred. que está en tierra, bajo tierra ὀστέα καὶ σποδιὴ κειμένη ἐ. GVI l.c.

Greek Monotonic

ἐγχθόνιος: -ον, αυτός που είναι μέσα στη ή προέρχεται από τη γη, σε Ανθ.