ἐκπροικίζω
From LSJ
ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.
English (LSJ)
A portion off, Phalar.Ep.131 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 776] ausstatten, Phalar. ep. 140.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπροικίζω: προικίζω, Φάλαρ. σ. 404.
Spanish (DGE)
entregar la dote, dotar en v. pas. εἰ ... θέλεις παρὰ σαυτοῦ δοκεῖν ἐκπεπροικίσθαι τὴν παῖδα si quieres que parezca que dotas a tu hija de tu propio pecunio Phalar.Ep.131, glos. a ἐγγαμίζω Eust.758.54.
Greek Monolingual
ἐκπροικίζω (Α)
προικίζω.