προσίημι
English (LSJ)
fut. προσήσω, Med.
A -ήσομαι X.Cyr.7.1.13: aor. 1 προσῆκα, Med. -ηκάμην E.El.622:—let come to, πρὸς τὸ πῦρ τοὺς ὀψίζοντας X.An.4.5.5, cf. Cyr.7.5.39; admit, POxy.1070.55 (iii A.D.); apply, ἀπειρηκότι τὰ προβόλια X.Cyn.10.21. II more freq. in Med., let come to or near one, admit, προσίεσθαί τινα ἐς ταὐτὸ ἡμῖν αὐτοῖς admit one into our society, Id.An.3.1.30; π. τινὰ εἰς ὁμιλίαν Pl.Phdr.255a; ἐγγὺς π. [τοὺς Ἕλληνας] let them approach, X. An.4.2.12; π. τὸν πόλεμον εἰς τὴν χώραν D.9.51; of animals, ἵπποι χαλεπῶς π. ἃ πρόδηλα αὐτοῖς ἐστιν X.Eq.3.3; τιθασεύεται καὶ π. τὰς χεῖρας Arist.HA608a26; π. τὰ παιδάρια τῷ μαστῷ Plu.Cat.Ma. 20. 2 admit, allow, believe, τοῦτο μὲν οὐδὲ προσίεμαι Hdt.1.75; οὐ π. τὴν διαβολήν Id.6.123; προσηκάμην τὸ ῥηθέν E.El.622; π. τὰ κεκηρυγμένα agree to the proposed terms, Th.4.38, cf. 108; τοῦτον [τρόπον] οὐδαμῇ προσίεμαι Pl.Phd.97b. b admit, accept, submit to, ξεινικὰ νόμαια Hdt.1.135; ὀχείαν Arist.HA574a33; ἧτταν X.Cyr. 3.3.45; τὸ ὑπαίτιον εἶναί τινι οὐ πάνυ π. Id.Mem.2.8.5; π. φάρμακον take it, ib.4.2.17; ἡ ψυχὴ σῖτον οὐ προσίετο Id.Cyr.8.7.4; οἶνον Alex.255.3; προσήκατο ὁ δαίμων ἀντὶ ἀνθρώπου τὸν βοῦν Porph.Abst. 2.55. c accept, allow, approve, τὴν προδοσίην Hdt.6.10; τὸ δ' ἄκαιρον . . μὴ προσείμαν E.Fr.893 (lyr.); τὰ αἰσχρὰ ἥκιστα προσίεσθαι X.Mem.2.6.18; οὐδαμῇ π. οἱ θεοὶ τὸν πόλεμον Id.An.5.5.3; πονηρίαν D.25.1; κακὸν οὐδὲν οὐδ' αἰσχρὸν π. X.Cyr.7.1.13. d accept a currency, νόμισμα POxy.1411.6, 11 (iii A.D.), cf. PFay.21.23 (ii A.D.). 3 c. inf., undertake, venture to do, Pl.Lg.908b, X.Mem.2.7.11; προσεῖτ' ἂν ἀποθανεῖν would submit to death, Alex.193; π. κακίονες ἢ πρόσθεν γενέσθαι X.Cyr.7.5.83. 4 c. acc. pers., attach to oneself, attract, οὐδὲν προσίετό μιν nothing moved or pleased him, Hdt.1.48; ἓν δ' οὐ προσίεταί με one thing pleases me not, Ar.Eq.359; τοῦτ' οὐ δύναταί με προσέσθαι Id.V.742; προσίεται (sc. Laïs) . . καὶ γέροντα καὶ νέον Epicr.3.23.
German (Pape)
[Seite 766] (s. ἵημι), zuschicken, hinschicken, -senden, -werfen, -lassen; οὐ προσίεσαν πρὸς τὸ πῦρ τοὺς ὀψίζοντας, Xen. An. 4, 5, 5. – Gew. im med., zu sich lassen, zulassen, προσίεμαί τινα ἐς ταὐτὸ ἐμαυτῷ, Xen. An. 3, 1, 30, zum Umgange mit mir; vgl. προσέσθαι εἰς ὁμιλίαν, Plat. Phaedr. 255 a, u. Poll. 1, 46; τὸν πόλεμον εἰς τὴν χώραν, Dem. 9, 51; dah. Eingang finden lassen, annehmlich finden, zugeben, προσηκάμην τὸ ῥηθέν, Eur. El. 622; τὰ κεκηρυγμένα, Thuc. 4, 38. 108; τοῦτον τὸν τρόπον τῆς μεθόδου οὐδαμῇ προσίεμαι, Plat. Phaed. 97 b; φάρμακον, einnehmen wollen, Xen. Mem. 4, 2, 17; λόγους, Pol. 4, 19, 3; gestatten, erlauben, Her. 1, 75. 135. 6, 10. 123; u. umgekehrt, οὐδὲν προσίετό μιν, Nichts gefiel ihm, 1, 48; ἓν δ' οὐ προσίεταί με, Eins gefällt mir nicht, Ar. Equ. 359, vgl. Vesp. 742; οὐδὲν αἰσχρόν, sich nichts Schimpfliches zu Schulden kommen lassen, Xen. Cyr. 7, 1, 13, vgl. Mem. 2, 6, 18; οὐ προσιέμην δανείσασθαι, 2, 7, 11.