πολυεύσπλαγχνος

From LSJ
Revision as of 12:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source

Greek (Liddell-Scott)

πολυεύσπλαγχνος: -ον, πολὺ εὔσπλαγχνος, Κλήμ. Ἀλ. ΙΙ, 645Α.

English (Thayer)

(πολύσπλαγχνος) πολυσπλαγχνον (πολύς, and σπλάγχνον which see), full of pity, very kind: חֶסֶד רַב, in the Sept. πολυέλεος. (Theod. Stud., p. 615.)

Greek Monolingual

-η, -ο / πολυεύσπλαγχνος, -ον, ΝΜΑ
πολύ ευσπλαγχνικός, πολύ συμπονετικός.