χρησμολέσχης
From LSJ
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
English (LSJ)
ου, ὁ, = χρησμολάλος (uttering oracles), Lyc. 1419.
German (Pape)
[Seite 1375] ὁ, – χρησμολόγος, Lycophr. 1419.
Greek (Liddell-Scott)
χρησμολέσχης: -ου, ὁ, = χρησμηγόρος, χρησμολόγος, Λυκόφρων 1419.
Greek Monolingual
ὁ, Α
χρησμολόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρησμός + -λέσχης (< λέσχη «συζήτηση, συνομιλία»), πρβλ. λογο-λέσχης.