χύτρινος

From LSJ
Revision as of 14:20, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χύτρῐνος Medium diacritics: χύτρινος Low diacritics: χύτρινος Capitals: ΧΥΤΡΙΝΟΣ
Transliteration A: chýtrinos Transliteration B: chytrinos Transliteration C: chytrinos Beta Code: xu/trinos

English (LSJ)

η, ον, Ion. later κύθρ- Apollod.Poliorc.152.12,

   A of earthenware: Subst. ὁ χ., = χύτρα, Hp.Mul.2.133; κ. ὀστράκινοι Apollod. l. c.    2 χύτρινοι ἀγῶνες games at the festival οἱ χύτροι (v. χύτρος 11.2), Philoch. 137.

German (Pape)

[Seite 1385] ὁ, ion. κύθρινος, ein tiefes Loch in einem Flusse, Teiche, Sumpfe, eine Untiefe, ein Kolk, Sp., wie Arrian. peripl. töpfern, thönern, irden, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χύτρῐνος: -η, -ον, πήλινος· ὁ χύτρινος = χύτρα, Ἱππ. 648. 53. 2) χύτρινοι ἀγῶνες, ἀγῶνες τελούμενοι ἐν τοῖς Χύτροις, Φιλόχορ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 218.

Greek Monolingual

και ιων. τ. κύθρινος, -ίνη, -ον, Α
1. πήλινος
2. το αρσ. ως ουσ.χύτρινος
η χύτρα
3. φρ. «χύτρινοι ἀγῶνες» — οι αγώνες τών χύτρων, την τρίτη ημέρα των Ανθεστηρίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χύτρα + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθ-ινος)].