ἄλλοσε

From LSJ
Revision as of 12:02, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_3)

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄλλοσε Medium diacritics: ἄλλοσε Low diacritics: άλλοσε Capitals: ΑΛΛΟΣΕ
Transliteration A: állose Transliteration B: allose Transliteration C: allose Beta Code: a)/llose

English (LSJ)

Adv.

   A elsewhither, Od.23.184; ἄλλος ἄ. A.Pers.359; ἄ . . . ὄμμα θατέρᾳ δὲ νοῦν ἔχοντα S.Tr.272; to foreign lands, ἄ. ἐκπέμπειν to export, X.HG6.1.11; ἄ. οὐδαμόσε to no other place, Pl.Cri.52b; ἄ. πολλαχόσε to many other places, Id.Mx.241e; ποῖ ἄ.; to what other place? Id.Phd.82a; ἄ. ποι to some other place, Id.Tht.202e: c. gen., ἄ. ποι τῆς Σικελίας to some other part of Sicily, Th.7.51; ἄ. τοῦ σώματος Pl.Lg.841a:—by attraction, = ἀλλαχοῦ, ἄλλοσε ὅποι ἂν ἀφίκῃ Id.Cri.45b.

German (Pape)

[Seite 106] anders wohin, Hom. nur Od. 23, 184. 204; ἄλλος ἄλλοσε Aesch. Pers. 351 u. sonst.

Greek (Liddell-Scott)

ἄλλοσε: ἐπίρρ. (ἄλλος) εἰς ἄλλον τόπον, πρὸς ἄλλο μέρος, Ὀδ. Ψ. 184· ἄλλος ἄλλοσε, εἷς πρὸς ἕν μέρος καὶ ἄλλος πρὸς ἄλλο, Αἰσχύλ. Πέρσ. 359· ἄλλοσ’... ὄμμα, θατέρα δὲ νοῦν ἔχοντα, Σοφ. Τρ. 272: εἰς τὰ ξένα, εἰς ξένας χώρας· ἄλλοσε ἐκπέμπειν, ἐξάγειν εἰς ξένας χώρας, Ξεν. Ἑλλ. 6. 1, 11. ― συνδυαζόμενον μετ’ ἄλλου ἐπιρρήμ. ἄλλοσε οὐδαμόσε, πρὸς οὐδένα ἄλλον τόπον, Πλάτ. Κρίτων 52Β· ἄλλοσε πολλαχόσε, εἰς πολλὰ ἄλλα μέρη· ὁ αὐτ. Φαίδων 113Β· ποῖ ἄλλοσε; πρὸς ποῖον ἄλλο μέρος; ὁ αὐτ. Μενέξ. 241Ε· ἄλλοσέ ποι, εἰς ἄλλο τι μέρος, ὁ αὐτ. Θεαίτ. 202Ε: ― συχνάκις καὶ μὲ γεν., ἄλλοσέ ποι τῆς Σικελίας, εἰς κανὲν ἄλλο μέρος τῆς Σικελίας, Θουκ. 7. 51· ἄλλοσε τοῦ σώματος, Πλάτ. Νόμ. 841Β: ― ἐν τῇ φράσει ἄλλοσε ὅποι ἂν ἀφίκῃ, Πλάτ. Κρίτ. 45Β, δὲν εἶναι = τῷ ἀλλαχοῦ, ἀλλ’ ἐτέθη ἀντ’ αὐτοῦ καθ’ ἕλξιν πρὸς τὸ ὅποι.

French (Bailly abrégé)

adv.
ailleurs avec mouv. : ἄλλοσέ ποι τῆς Σικελίας THC en qqe autre endroit de la Sicile ; ἄλλος ἄλλοσε ESCHL en allant l’un d’un côté, l’autre de l’autre.
Étymologie: ἄλλος, -σε.

English (Autenrieth)

to another place, elsewhere, Od. 23.184 and 204.

Spanish (DGE)

adv.
I c. verb. de mov.
1 en gener. a otro sitio, a otra dirección ἐπὶ Κέρκυραν ἢ ἄ. (πλεῖν) Th.1.53, ἐξέβην γὰρ ἄ. E.IT 781, ὅτι μὴ ... εἰς Ἰσθμόν, οὔτε ἄ. οὐδάμοσε Pl.Cri.52b, ἄ. ὅποι ἂν ἀφίκῃ ἀγαπήσουσί σε Pl.Cri.45c, cf. ὅταν σύ ποι ἄ. χάσκῃς Ar.Eq.1032
c. ἤ: ποῖ δ' ἂν (φύγω) ἄ. ἢ 'πὶ βωμόν; ¿a qué otro sitio que al altar (puedo huir)? E.Io 1255, cf. Pl.Phd.82a, μὴ ἐξέστω ἐξάγειν ... τὴν ὕλην ἄλλοσ' ἢ τῷ χωρίῳ IG 22.2498.11 (IV a.C.), τὰ χρήματα ... μὴ ἐξεῖναι ἄ. δαπανῆσαι ἢ εἰς πόλεμον Arist.Ath.29.5
c. ἄλλος y adv. de la misma raíz cada uno en una dirección ἐπανθορόντες ἄλλος ἄ. A.Pers.359, ἄλλος ἄ. ... δίνασεν ὄμμα E.Or.1458, ἄλλοτ' ἄ. πηδῶσι saltan de un lado a otro E.Tr.1205, cf. Supp.413.
2 fuera, al extranjero ἄ. σῖτον ἐκπέμποντας exportando trigo al extranjero X.HG 6.1.11.
II sin mov. en otro sitio τίς δέ μοι ἄ. θῆκε λέχος; ¿quién cambió mi cama de sitio?, Od.23.184, cf. 204, ἄ. αὐτὸν ὄμμα, θἀτέρᾳ δὲ νοῦν ἔχοντ' teniendo en un sitio la mirada, en otro la mente S.Tr.272
c. gen. en otro sitio de ἐκκλῄσομεν ... ἄλλον ἄ. στέγης encerraremos a cada uno en un sitio diferente del recinto E.Or.1127, ἄ. τῆς Σικελίας καθεζομένους Th.7.51, τοῦ σώματος Pl.Lg.841a.