ἀπανίστημι
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
English (LSJ)
A make rise up and depart, send away, τὴν στρατιήν Hdt. 3.156, 6.133; cause to depart, τοὺς Ἀθηναίους Th.2.70. II Pass., with aor. 2 and pf. Act., and fut. Med., arise and go away, depart again, Hdt.9.87; ἀπὸ τῆς πόλιος ib.86; ἐκ τῆς Μακεδονίας Th.1.61; Ποτειδαίας ib.139; esp. leave one's country, emigrate, ib.2.
German (Pape)
[Seite 278] (s. ἵστημι), aufbrechen lassen u. wegführen, στρατιήν Her. 6, 133; zum Abzuge nöthigen, Thuc. 2, 70. – Med. u. intrans. tempp., wegziehen, Her. 9, 87; ἀπὸ τῆς πόλεως 9, 86; Thuc. 1, 61. 139. 140; absol., aus seinem Wohnsitz aufbrechen, 1, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπανίστημι: μέλλ. -στήσω, σηκώνω, ἀποπέμπω, ἀπανιστάναι την στρατιὴν Ἡρόδ. 3. 156, 6. 133, Θουκ 2. 70.
ΙΙ. Παθ., μετὰ ἐνεργ. ἀόρ. β΄ καὶ πρκμ., καὶ μέσ. μέλλ., ἐγείρομαι και ἀπέρχομαι, ἀναχωρῶ πάλιν, Ἡρόδ. 9. 87· ἀπὸ τῆς πόλιος αὐτόθι 86· ἐκ πόλεως Θουκ. 1. 61· Ποτιδαίας τε ἀπαν. αὐτόθι 139: ἰδίως, καταλείπω τὸν τόπον μου, μεταναστεύω, αὐτόθι 2. - μεταγενέστερός τις τύπος ἀπανιστάω ἀπαντᾷ ἐν Εὐστ. Πονηματ. 147. 11.
French (Bailly abrégé)
f. ἀπαναστήσω, etc.
I. tr. (aux prés., impf., fut., ao.) emmener (une armée assiégeante) ; avec un suj. de chose faire partir, éloigner (une armée du siège d’une ville);
II. intr. (aux temps suivants : ao.2, pf. et pqp. Act. et au Moy.);
1 sortir de, partir de : ἀπ. ἐκ τῆς Μακεδονίας THC évacuer la Macédoine ; πόλεως THC lever le siège d’une ville;
2 abs. quitter son pays, émigrer.
Étymologie: ἀπό, ἀνίστημι.
Spanish (DGE)
1 despachar, hacer levantar el cerco τὴν στρατιήν Hdt.3.156, 6.133, τοὺς Ἀθηναίους Th.2.70.
2 en v. med., perf. y aor. rad., c. indicación del punto de partida c. prep. y gen. retirarse ἀπὸ τῆς πόλιος Hdt.9.86, ἐκ τῆς Μακεδονίας Th.1.61, 140, ἀπὸ λογισμῶν ἀσυνέτων LXX Sap.1.5, sin prep. Ποτειδαίας Th.1.139, c. indicación del punto de destino, c. ἐς y ac. ἐς τὴν οἰκείαν D.C.39.2.1
•levantar el cerco ἀπαναστῆναι πολιορκέοντας Hdt.9.87
•emigrar Th.1.2.