ἀποκαθιστάνω
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
= sq., SIG2588.56 (ii B.C.), Plb.3.98.9, D.S.18.57: —also ἀποκαθ-ιστάω, v.l. in Arist.Metaph.1074a3.
German (Pape)
[Seite 305] = folgd., Pol. 3, 98.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκαθιστάνω: τῷ ἑπομ., Πολύβ. 3, 98, 9, Διόδ. 18. 57: - ὡσαύτως -ιστάω, Ἀριστ. Μεταφ. 11. 8, 12· καὶ πάλιν ἀποκαθίστα εἰς τὴν γῆν Δοῦρις παρ’ Ἀθην. 606D, Διόδ. 1. 78.
French (Bailly abrégé)
c. ἀποκαθίστημι.
Spanish (DGE)
restituir, restablecerεἰς τὰς πόλεις τοὺς παῖδας Plb.3.98.9, αὐτῷ τοὺς βασιλεῖς τήν τε σατραπείαν D.S.18.57, ὅσα δ' ἂν κατὰ πόλεμον ἀποσκευάζωνται ... [ἵν] α ἀποκαθιστάνωσιν εἰς τὴν ἰδίαν Milet 1(3).148.56 (II a.C.), τὴν βασιλείαν τῷ Ισραηλ Act.Ap.1.6.