ἀνώροφος
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
ον, (ὄροφος)
A unroofed, uncovered, Lyc.350, D.C.37.17.
German (Pape)
[Seite 268] (ὀροφή), στέγη, ohne Dach, Lycophr. 350.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνώροφος: -ον, (ὄροφος) ἄνευ ὀροφῆς, ἀστέγαστος, Λουκ. 350, Δίων Κ. 37. 17.
Spanish (DGE)
-ον que no tiene tejado στέγη Lyc.350, νεώς D.C.37.17.3.