ἐαρινός
ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here
English (LSJ)
ή, όν, Ep. εἰαρινός (also ἠαρινός h.Cer.401, PPetr.3p.152 (iii B. C.)); in other Poets, ἠρινός:—
A of spring, εἰαρινὴ ὥρη springtime, Il.16.643, cf. Plb.3.34.6; εἰαρινὰ ἄνθεα Il.2.89; πλόος εἰαρινός Hes.Op.678; θάλπος ἐαρινόν the heat of spring, X.Cyr.8.6.22; ἄνεμος ἠρινός Sol.13.19; ἠρινὰ φύλλα Pi.P.9.46; λειμῶνος ἠρινοῦ στάχυν E. Supp.448; ἐ. πυλαία IG9(1).111 (Elatea); τροπαί Ph.2.163; μῆλα ἐ. apricots, PCair.Zen.33.13 (iii B.C.):—neut. as Adv., in spring-time, μέλισσα λειμῶν' ἠρινὸν διέρχεται E.Hipp.77 (s.v.l., ἐαρινή Sch.); γῆ ἠρινὸν θάλλουσα Id.Fr.316.3: ἠρινὰ κελαδεῖν, of the swallow, Ar. Pax800 (lyr.). Adv. ἐαρινῶς Hsch. s.v. ἦρις ὡς.
German (Pape)
[Seite 698] zum Frühling gehörig; ὥρα, Frühlingszeit, Pol. 2, 54, 5; Plut. Num 19; θάλπος Xen. Cyr. 8, 6, 22; – poet. εἰαρινός, z. B. ὥρη Il. 16, 463; ἄνθεα 2, 471; πλόος Hes. O. 676 u. öfter in der Anthol. Att. gew. ἠρινός; Ar. Av. 683; ἠρινὰ κελαδεῖν, von der Schwalbe, Pax 800; χρόνος Xen. Hell. 3, 2, 10; – Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐαρῐνός: -ή, -όν, Ἐπ. εἰαρινός, παρ’ ἄλλοις ποιηταῖς ἠρινός, Λατ. vernus, ὁ τοῦ ἔαρος, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ ἔαρ, εἰαρινὴ ὥρη Ἰλ. Π. 643· εἰαρινὰ ἄνθεα Β. 89· πλόος εἰαρινὸς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 676· θάλπος ἐαρινόν, ἡ θερμότης τοῦ ἔαρος, Ξεν. Κύρ. 8. 6, 22· ἄνεμος ἠρινὸς Σόλων 12. 19· ἠρινὰ φύλλα Πίνδ. Π. 9. 82· - οὐδ. ὡς ἐπίρρ., κατὰ τὸ ἔαρ, μέλισσα λειμῶν’... ἠρινὸν διέρχεται Εὐρ. Ἱππ. 76 (ἐκτὸς ἂν ληφθῇ ὡς συμφωνοῦν πρὸς τὸ λειμῶνα, πρβλ. Ἱκ. 448)· γῆ ἠρινὸν θάλλουσα ὁ αὐτ. Δαν. 3. 3 (ἐν τοῖς ἀποσπάσμασι)· ἠρινὰ κελαδεῖν, ἐπὶ τῆς χελιδόνος, Ἀριστοφ. Εἰρ. 800.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
du printemps, printanier.
Étymologie: ἔαρ.
Spanish (DGE)
(ἐᾰρῐνός) -ή, -όν
• Alolema(s): εἰαρ- Il.2.89, 16.643, Hes.Op.678, Simon.76.2, AP 5.70 (Rufin.); ἠαρ- h.Cer.401; ἤρ- Alc.115(a).10; ἠρ- Sol.1.19, Hp.Aër.10, E.Supp.448, X.HG 3.2.10, Thphr.CP 2.1.4, Aristid.Or.48.70. Basil.Ep.277.1
• Morfología: [plu. dat. -οῖσιν Il.2.89, h.Cer.401]
1 primaveral, de (la) primavera ὥρη Il.16.643, Hp.Steril.218, Superf.30, Thphr.HP 3.7.4, Plb.2.12.3, 3.34.6, Plu.Num.19, Hld.5.13.4, cf. D.P.Au.2.16, Ὧραι AP l.c., ἠ. χρόνος primavera X.l.c., ἰσημερία ἐαρινή el equinoccio de primavera Eudox.Fr.236b, cf. IUrb.Rom.1646 (imper.), Sch.A.R.4.961, τροπαί Ph.2.163, cf. Vett.Val.6.16, Aristid.l.c., op. θερινός Str.17.3.11
•en rel. c. los vegetales ἄνθεα Il.2.89, Simon.l.c., h.Cer.401, Thphr.HP 6.8.2, D.H.Comp.22.8, Basil.l.c., Chrys.Scand.23.3, cf. IChr.M.265.9 (IV/V d.C.), IUrb.Rom.1208.3 (II/III d.C.), φύλλ' Pi.P.9.46, πέταλοι Pi.Fr.70c.19, λειμών E.Supp.448, (φυτεία) Thphr.CP 1.6.3, μῆλον ἐαρινόν albaricoque, PPetr.3.53(m).5, cf. PCair.Zen.33.13 (ambos III a.C.)
•rel. el tiempo atmosférico πλόος Hes.l.c., ἄνεμος Sol.l.c., οἱ ἠρινοὶ ὄμβροι Hp.l.c., cf. Thphr.CP 2.1.4, θάλπος X.Cyr.8.6.22
•neutr. plu. subst. τὰ ἐαρινά las lluvias primaverales Thphr.CP 4.4.13
•de otras manifestaciones φθέγματα Ar.Au.683, μέλισσα E.Hipp.77, μόσχος εἰ. ternero nacido en primavera Orph.L.156, ἡ ἐ. πυλαία la sesión de primavera de la anfictionía délfica, op. ὀπωρινή CID 2.102.20, cf. 38.2 (ambas Delfos IV a.C.), Decr. en D.18.154, Str.9.3.7
•neutr. como adv. en primavera γῆ τ' ἠρινὸν θάλλουσα E.Fr.316.3, ὅταν ἠρινὰ μὲν φωνῇ χελιδὼν ἑζομένη κελαδῇ Ar.Pax 799, cf. quizá tb. sg., Alc.l.c.
2 adv. -ῶς en primavera ἐν ταῖς αὐτοῦ (Κυρίου) ἐ. ἐξανθοῦντες Epiph.Const.Hom.M.43.432A, cf. Hsch.s.u. ἠρινῶς.