δολοπλοκία
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
ἡ,
A subtlety, craft, in pl., Thgn.226, Hp.Ep.17.
German (Pape)
[Seite 655] ἡ, das Listenflechten, ein listiger Anschlag; Theogn. 226; Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
δολοπλοκία: ἡ, δολιότης, πανουργία, Θέογν. 226.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
enchevêtrement de ruses, intrigue.
Étymologie: δολοπλόκος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Morfología: [plu. dat. -ῃσι Hp.Ep.17.7]
argucia, intriga, tergiversación δολοπλοκίαι ... ἄπιστοι Thgn.226, δολοπλοκίῃσι ἀνθαμιλλεῦντες rivalizando en artimañas Hp.l.c.