ἐξόπισθεν
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
English (LSJ)
poet. ἐξόπ-ισθε, Adv., Att. for ἐξόπιθεν, Ar.Eq.22, Pl.Lg.947d, LXX 1 Ch.19.10, etc.;
A εἰς τὸ ἐ. backwards, Pl.Ti.84e, etc.; τὸ ἐ. τῆς κεφαλῆς Arist. HA512b14. II Prep. with gen., Ar.Ach.868, LXX 3 Ki.19.21; τὰ ἐ. χειρὸς ἐς τὰ δεξιά S.Fr.598.
German (Pape)
[Seite 887] p. auch ἐξόπισθε, = ἐξόπιθεν, im Rücken, hinterher, ἕπεσθαι Plat. Legg. XII, 497 d; εἰς τὸ ἐξόπισθεν, rückwärts, Tim. 84 e; Xen. Cyr. 7, 1, 24 u. Sp.; – τινός, hinter, Ar. Ach. 868 u. öfter; – hierauf, hernach, τὰ δ' ἐξ. Οἰνωτρία σε δέξεται Soph. frg. 527.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξόπισθεν: καὶ ποιητ. -θε, Ἐπίρρ. Ἀττ. ἀντὶ τοῦ ἐξόπιθεν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 22, Πλάτ. Νόμοι 947D, κλ.· εἰς τὸ ἐξ., πρὸς τὰ ὀπίσω, ὁ αὐτὸς ἐν Τιμ. 84Ε, κτλ.· τὸ ἐξ. τῆς κεφαλῆς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 3, 1. 2) ὡς πρόθ. μετὰ γεν., Ἀριστοφ. Αχ. 368. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, τὰ ἐξόπισθεν = ἐξοπίσω ΙΙ, Σοφ. Ἀποσπ. 527.
French (Bailly abrégé)
adv.
par derrière : ἐξόπισθέν τινος derrière qqn.
Étymologie: ἐξ, ὄπισθεν.