κατίλλω
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
English (LSJ)
A = κατειλέω, φωναὶ κακούμεναι καὶ κατίλλουσαι (v.l. κατειλοῦσαι) dub. sens. in Hp.Epid.3.5 (cf. Gal.17(1).678, Erot.); = κατείργω, Phot. s.v. κατουλάδα.
German (Pape)
[Seite 1402] = κατείλλω, w. m. s.