κυνοῦχος
From LSJ
Michael Apostolius Paroemiographus, Paroemiae
English (LSJ)
ὁ, (ἔχω)
A dog-leash, AP6.298 (Leon.), acc. to Suid., but more prob. in signf. 111; κλοιὸς κ. dog-collar, ib.107 (Phil.). II calf-skin sack, for carrying hunting-nets, etc., X.Cyn.2.9; also, for use as a clothes-locker in the gymnasium, Poll.10.64. III purse, money-bag, PCair.Zen.22.22 (iii B.C.), Inscr.Délos442A7, 461A a7 (ii B.C.), Ael.Dion.Fr.206, Hsch., Phot.
Greek (Liddell-Scott)
κυνοῦχος: ὁ, (ἔχω) ἱμάς, λωρίον δι’ οὗ κρατεῖ τις τὸν κύνα, ὁ τὸν κύνα κρατῶν δεσμός, Ἀνθ. Π. 6. 298· κλοιὸς κ. αὐτόθι 107. ΙΙ. σάκκος, πήρα ἐκ δέρματος κυνὸς ἐν χρήσει κατὰ τὸ κυνήγιον, Ξεν. Κυν. 2, 9.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui retient les chiens ; ὁ κυνοῦχος collier;
2 sac de peau.
Étymologie: κύων, ἔχω.
Syn. δέραιον, κλοιός, κυνάγχη, λαιμοπέδη.