κορίζομαι
From LSJ
οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen
English (LSJ)
(κόρη, κόριον A)
A fondle, caress, Ar.Nu.68; cf. ὑποκορίζομαι, κουρίζω (A).
Greek (Liddell-Scott)
κορίζομαι: (κόρη, κόριον) ἀποθ., περιποιοῦμαι, θωπεύω, κολακεύω καὶ ὑποκοριστικῶς καλῶ, «χαϊδεύω», Ἀριστοφ. Νεφ. 68· ἐπὶ τῆς σημασίας ταύτης εἶναι συχνότερον τὸ ὑποκορίζομαι· πρβλ. ὡσαύτως κουρίζω.
French (Bailly abrégé)
caresser comme fait une jeune fille, cajoler, câliner.
Étymologie: κόρη.