λείχω

From LSJ
Revision as of 19:35, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

οὓς ἡγεμόνας πόλεως ἐπαιδεύσασθε → whom you educated as city leaders

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λείχω Medium diacritics: λείχω Low diacritics: λείχω Capitals: ΛΕΙΧΩ
Transliteration A: leíchō Transliteration B: leichō Transliteration C: leicho Beta Code: lei/xw

English (LSJ)

fut.

   A λείξω LXX Mi.7.17: aor. ἔλειξα A. (v. infr.), Ar. (v. infr.):—Pass., aor. part. ἐκ-λειχθέν Dsc.3.36:—lick up, Hdt.4.23, A.Eu.106, Ag.828; λ. δημιόπρατα Ar.Eq.103; simply, lick, ἅλα Arist. HA580b31; βοῦς ὁπλὴν λ. Thphr.Sign.15. (Cf. Skt. lih- 'lick', etc.)

German (Pape)

[Seite 27] lecken, auflecken; ἄδην ἔλειξε αἵματος τυραννικοῦ Aesch. Ag. 802; Eum. 106; ἐπίπαστα λείξας δημιόπρατα Ar. Equ. 103; ἅλα Arist. H. A. 6 extr.; Sp.; in obscönem Sinne, Ar. Equ. 1285. S. auch λιχμάω.

Greek (Liddell-Scott)

λείχω: μέλλ. λείξω, Ἑβδ., ἀόρ. ἔλειξα Αἰσχύλ., Ἀριστοφ. ἔνθα κατωτ. - Παθ., ἀόρ. μετοχ. ἐκλειχθὲν Διοσκ. 3. 44. (Ἐκ τῆς ÖΛΙΧ παράγονται ὡσαύτως αἱ λ. λιχανός, λιχ-μάομαι, λιχμάζω, λίχνος, καὶ ἐκτεταμ. ἐν τῷ λείχω· πρβλ. Σανσκρ. lih ἢ rih· Λατ. ling-o, lig-urio· Γοτθ. bi-laig-ôn (ἐπιλείχειν)· Ἀρχ. Γερμ. lecch-ôn (lecken)· Σλαυ. liz-ati· Λιθ. liz-us (λιχανός).) «γλείφω», «καταγλείφω», Ἡρόδ. 4. 34, Αἰσχύλ. Εὐμ. 106 (πρβλ. ἅδην)· λ. τὰ δημιόπρατα Ἀριστοφ. Ἱππ. 103· ἁπλῶς «γλείφω», ἅλα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 37, 5, Θεοφρ. Σημ. 1. 15. 2) ἡ ἀνώμαλ. μετοχ. πρκμ. παρ’ Ἡσυχ. Θ. 826 κεῖται ἐπὶ τῆς ἐννοίας τοῦ λιχμάω (ὃ ἴδε), γλώσσῃσι λελειχμότες, παίζοντες μὲ τὰς γλώσσας των.

French (Bailly abrégé)

f. λείξω, ao. ἔλειξα, pf. inus.
lécher.
Étymologie: R. Λικ, lécher ; cf. lat. lingo.