ἁλής

From LSJ
Revision as of 12:11, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_3)

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλής Medium diacritics: ἁλής Low diacritics: αλής Capitals: ΑΛΗΣ
Transliteration A: halḗs Transliteration B: halēs Transliteration C: alis Beta Code: a(lh/s

English (LSJ)

ές, Ion., = Att. ἁθρόος,

   A thronged, crowded, in a mass, πολλὰ ἁλέα Hp.Mul.1.5, cf. Hdt.1.133; ὡς ἁλέες εἴησαν οἱ Ἕλληνες Hdt.9.15, cf. 7.104, al.: sg. with collective nouns, ἁ. γενομένη πᾶσα ἡ Ἑλλάς 7.157; ἁ. ἐὼν ὁ στρατός ib.236; ἁ. τροφή, αἷμα, Hp.Vict.2.45, Morb. 2.4. Adv. -έως prob. in Hp.Mul.1.36: neut. pl.as Adv., ἐκχέουσιν τὸ οὖρον ἁλέα Aret.SD2.2. [ᾱ, Call.Fr.86; ἀλέα λέσχην is v.l. Hes. Op. 493.] (sṃ-ϝαλής, cf. ϝαλῆναι.)

German (Pape)

[Seite 95] ές (ἁλέω, ἀολλής), ion. = ἀθρόος, versammelt, angehäuft; oft bei Her., ἁλὴς γενομένη ἡ Ἑλλάς 7, 157, vgl. 5, 157, sonst im plur.; auch Hippocr. Den Accent bestimmt Arcadius; es findet sich auch ἀλής als schlechtere Schreibart.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλής: -ές, Ἰων. λέξις ἰσοδύναμος τῇ Ἀττ. ἀθρόος, εἰς ἓν ὅλον ἠθροισμένος, Λατ. confertus, Ἡρόδ. καὶ Ἱππ., ἢ κατὰ πληθ. ὡς ἁλέες εἴησαν οἱ Ἕλληνες, Ἡρόδ. 9. 15· πρβλ. 1. 196., 3. 13,

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
rassemblé, réuni en corps compact.
Étymologie: DELG cf. ἅλις.

Spanish (DGE)

-ές

• Alolema(s): ἄλης Hp.Mul.1.5; ἀλής Dam.in Phlb.236

• Prosodia: [ᾱ-]

• Morfología: [plu. neutr. no contr. ἄλεα Hp.l.c.]
1 en plu. reunido, agrupado, todo junto, en masa πολλὰ ἄλεα Hp.l.c., ὡς ἁλέες εἴησαν οἱ Ἕλληνες Hdt.9.15, cf. 7.104, Call.Fr.191.9, χρέωνται, ἐπιφορήμασι δὲ πολλοῖσι καὶ οὐκ ἁλέσι se sirven de muchos postres, pero no todos juntos Hdt.1.133
sg. c. colect. o nombres de masa ἁ. πάσα ἡ Ἑλλάς Hdt.7.157, στρατός Hdt.7.236, τροφή Hp.Vict.2.45, τὸ φλέγμα καὶ ἡ χολή Hp.Morb.2.2, αἷμα Hp.Morb.2.4
como etim. de ἀλήθεια: παρὰ γὰρ τὸ «θεῖον ἀλὲς» ... ἔστι δὲ ἀλὲς μὲν τὸ συνηθροισμένον Dam.in Phlb.236.
2 adv. ἀλέως abundantemente ὑπὸ τοῦ αἵματος ἀλέως ἐξαπίνης κατελθόντος por la sangre que brota abundantemente de repente Hp.Mul.1.36.

• Etimología: De *°Hu̯°l- > αϝαλ- > λ-; cf. ἅλις y ἀολλής.