ἀμφιπένομαι
πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner
English (LSJ)
Ep. only pres. and impf.,
A = πένομαι ἀμφί τινα, to be busied about, take charge of, c. acc. pers., οἵ μευ πατέρ' ἀμφεπένοντο Od.15.467; of people tending a wounded man, Il.4.220, 16.28, Od. 19.455: c. acc. rei, δῶρα Il.19.278; τάφον, στόλον, δόρπον, A.R. 2.925, 1199, 4.883; ταῦρον Id.3.271. b τὸν οὐ κύνες ἀμφεπένοντο dogs made not a meal of him, Il.23.184, cf. 21.203; λέων . . ὅν τ' ἐν ὄρεσσιν ἀνέρες ἀμφιπένονται hem in, A.R.2.27.
German (Pape)
[Seite 141] um etwas beschäftigt sein, Hom. z. B. πατέρ' ἀμφεπένοντο Od. 15, 467, τοὺς ἰητροὶ ἀμφιπένονται Il. 16, 28, δῶρα 19, 278; im schlimmen Sinne, über einen herfallen, κύνες 23, 184, ἰχθύες 21, 203; – auch sp. D., wie Ap. Rh. 2, 27.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιπένομαι: Ἐπ. ἀποθ. ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστῶτα καὶ παρατ., πένομαι ἀμφί τινα, εἶμαι ἐνησχολημένος περί τινα, λαμβάνω τὴν φροντίδα τινός· μετ’ αἰτ. προσ., οἵ μευ πατέρ’ ἀμφεπένοντο Ὀδ. Ο. 467· ἰδίως ἐπὶ τῶν θεραπευόντων ἢ τῶν περιποιουμένων τραυματίαν, Ἰλ. Δ. 220, Π. 28, Ὀδ. Τ. 455. - Ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ καλῆς σημασίας, ἀλλά, β) τὸν οὐ κύνες ἀμφεπένοντο, δὲν τὸν κατέφαγον οἱ σκύλοι, Ἰλ. Ψ. 184, πρβλ. Φ. 203. 2) μ. αἰτ. πράγμ., δῶρα... ἀμφ. Τ. 278.
French (Bailly abrégé)
impf. ἀμφεπενόμην;
prendre soin de, acc. ; en mauv. part s’acharner après.
Étymologie: ἀμφί, πένομαι.
English (Autenrieth)
only pres. and ipf.: work about, attend (to), tend; of persons, esp. the sick or wounded, sometimes of things, Il. 19.278; ironically, τὸν ἴχθυες ἀμφεπένοντο, ‘were at work around him,’ Il. 21.203, Il. 23.184.
Spanish (DGE)
1 atender, cuidar c. ac. de pers., a un herido Il.4.220, 13.656, 16.28, Od.19.455
•a alguien sano atender, agasajar οἵ μευ πατέρ' ἀμφεπένοντο Od.15.467
•cuidar, ayudar τὴν (Ἔρις) δὲ Φόβος καὶ Δεῖμος ... ἀμφεπένοντο Q.S.10.57
•en sent. hostil acosar ὅν (λέων) τ' ἐν ὄρεσσι ἀνέρες ἀμφιπένονται A.R.2.27.
2 cuidar de, ocuparse de, preparar c. ac. de cosa δῶρα Il.19.278, τάφον A.R.2.925
•esp. de la comida δόρπον A.R.4.883
•preparar para comer ταῦρον A.R.3.271, de un cadáver τὸν δ' οὐ κύνες ἀμφεπένοντο los perros no se ocuparon de él, Il.23.184, cf. 21.203.