ἀνάνδρωτος
From LSJ
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
English (LSJ)
A widowed, εὐναί S.Tr.110 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 199] des Mannes beraubt, verwittwet, εὐναί Soph. Tr. 109.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάνδρωτος: θήλ. ἐστερημένη, ἔρημος ἀνδρός, εὐναὶ Σοφ. Τρ. 110.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. f.
sans époux.
Étymologie: ἀ, ἀνδρόω.
Spanish (DGE)
-ον sin marido εὐναί S.Tr.110.