ἀποθνήσκω
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
English (LSJ)
fut. -θᾰνοῦμαι, Ion. -θανέομαι or
A -εῦμαι Hdt.3.143, 7.134:—strengthd. for θνῄσκω, die, Hom. (v. infr.), Pi.O.1.27, and once in Trag. (E.Fr.578.6); in Com. and Prose the usual form of the pres.; σεῦ ἀποτεθνηῶτος Il.22.432; ἀποθνῄσκων περὶ φασγάνῳ Od.11.424; βόες δ' ἀποτέθνασαν ἤδη 12.393; ἐκ τῶν τρωμάτων Hdt.2.63; ὑπὸ λιμοῦ Th.1.126: c. dat., βρόμῳ κεραυνοῦ Pi.l.c.; νόσῳ Th.8.84: c. acc. cogn., θάνατον ἀ. X.Mem.4.8.3, etc.; εἰς ἕτερον ζῆν ἀ. Pl.Ax. 365d; to be ready to die, of laughter, etc., Ar.Ach.15; ἀ. τῷ δέει Arist.MM1191a35. II serving as Pass. of ἀποκτείνω, to be put to death, slain, ὑπό τινος Hdt.1.137, 7.154; esp. by judicial sentence, ἀποθανεῖν ὑπὸ τῆς πόλεως Lycurg.93, cf. Pl.Ap.29d, 32d,al., Arist. Rh.1397a30 (v.l.). III renounce, νόμῳ Ep.Gal.2.19; ἀπό τινος Ep.Col.2.20.
German (Pape)
[Seite 303] (s. θνήσκω), absterben, sterben, von Hom. an, Il. 22, 432 Od. 11, 424. 12, 393. 21, 38, überall; in Prosa, bes. im fut. u. aor., häufiger als das simplex.; ὑπὸ λιμοῦ u. λιμῷ, Plat. Conv. 191 a Men. 91 e; ἐκ τῶν τραυμάτων Her. 2, 63; bes. oft getödtet werden, ὑπὸ τοῦ παιδός 1, 137; bes. im Kriege, Plat. Menex. 234 b; ὑπό τινος Epist. I, 309 e u. sonst; zum Tode verurtheilt u. hingerichtet werden, Apel. 29 e u. öfter; Xen. Cyr. 3, 1, 12 Hell. 2, 3, 12 u. öfter; οἱ ἀποτεθνεῶτες, die Todten; – ἀποθανετέον, man muß sterben, Arist. eth. Nic. 3, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποθνήσκω: (ῂ): μέλλ. -θᾰνοῦμαι, Ἰων. -θανέομαι ή -εῦμαι, Ἡρόδ. 3. 143., 7. 134: - ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ θνήσκω, Ὅμ., Πινδ. Ο 2. 45, καὶ ἅπαξ παρὰ Τραγ. (Εὐρ. Ἀποσπ. 582. 6)· ἀλλὰ παρὰ τοῖς κωμ. καὶ πεζοῖς εἶναι ὁ συνήθης τύπος τοῦ ἐνεστῶτος (ἴδε θνήσκω)· σεῦ ἀποτεθνηῶτος Ἰλ. Χ. 432· ἀποθνήσκων περὶ φασγάνῳ Ὀδ. Λ. 424· βόες δ’ ἀποτέθνασαν ἤδη Μ. 393· ὑπὸ λιμοῦ, Θουκ. 1. 126· μετὰ δοτ., νόσῳ ὁ αὐτ. 8. 84· μετὰ συστοίχ. αἰτ., θάνατον ἀπ. Ξεν. Ἀπομ 4.8, 3. κτλ.· εἰς ἕτερον ζῆν ἀπ. Πλάτ. Ἀξ. 365D: ― ἐπὶ γέλωτος, ὡς καὶ νῦν, «σκοτώνομαι», ἀποθνήσκω ἀπὸ τὰ «γέλοια» ὡς τὸ ἐκθνήσκω (ὃ ἴδε), Ἀριστοφ. Ἀχ. 15· ἀποθνήσκουσι τῷ δέει Ἀριστ. Ἠθικ. Μεγάλ. 1. 20, 13. ΙΙ. ὡς παθητ. τοῦ ἀποκτείνω, φονεύομαι, ἀποθν. ὑπό τινος Ἡρόδ. 1. 137., 7. 154: κυρίως ἀπὶ καταδικασθέντος, ἀποθανεῖν ὑπὸ τῆς πόλεως Λυκοῦργ. 159. 29, πρβλ. Πλάτ. Ἀπολ. 29C, 32D, κ. ἀλλ., Ἀριστ Ρητ. 2. 23, 2.
English (Autenrieth)
perf. part. ἀποτεθνηώς, plup. ἀποτέθνασαν: die; perf., be dead.
English (Strong)
from ἀπό and θνήσκω; to die off (literally or figuratively): be dead, death, die, lie a-dying, be slain (X with).