ἀρσενικόν
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
English (LSJ)
τό,
A yellow orpiment, Arist.Pr.966b28, Thphr.Lap.40 (ἀρρεν-), Dsc.5.104, Str.15.2.14, Lyc. ap. Orib.8.25.15:—also ἀρρενική, ἡ, Gall.12.212. (Cf. Hebr. zarn[imacracute]q.)
German (Pape)
[Seite 361] τό, Arsenik, Galen.; auch ἀρσενίκιον, Arist. plant. 2, 4.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρσενικόν: τό, κίτρινον θειοῦχον ἀρσενικὸν (οὐχὶ τὸ κοινῶς λεγόμενον ἀρσενικόν), Ἀριστ. Πρβλ. 38. 2, Θεοφρ. π. Λιθ. (κατὰ τὸν τύπον ἀρρεν-), Διοσκ. 5. 121, Στράβ. 726· ἴδε τὴν λέξ. σανδαράκη: ― ὡσαύτως, ἀρσενίκιον, τό, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 4, 10, ἴδε Εὐστ. 913. 59.