γουνός
Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod
English (LSJ)
ὁ,
A high ground, φυτὸν ὣς γουνῷ ἀλωῆς Il.18.57; ἀνὰ γουνὸν ἀλωῆς οἰνοπέδοιο Od.1.193, etc.; ἐκ Κρήτης ἐς γουνὸν Ἀθηνάων 11.323; τῆς Ἀττικῆς . . τὸν γ. τὸν Σουνιακόν Hdt.4.99: pl., γουνοῖσιν Ἐλευθῆρος μεδέουσα Hes.Th.54; γουνοῖσιν κατένασσε Νεμείης ib.329; ἐν γουνοῖς Ἀθανᾶν Pi.I.4(3).25. (Expld. as τόπος γονιμώτατος by Sch.Il. l.c., but better as ὑψηλὸς τόπος (cf. γόνυ) Orion 38, EM239.5.)
German (Pape)
[Seite 503] ὁ, Hom. sechsmal, γουνῷ ἀλωῆς Versende Iliad. 9, 534. 18, 57. 438, ἀνὰ γουνον ἀλωῆς οἰνοπέδοιο Odyss. 1, 193, κατὰ γουνὸν ἀλωῆς οἰνοπέδοιο Odyss. 11, 193, ἥν ποτε Θησεὺς ἐκ Κρήτης ἐς γουνὸν Ἀθηνάων ἱεράων ἦγε Odyss. 11, 323. Es giebt zwei Erklärungen: Nach der einen ist γουνός Nebenform von γόνος, γονή, und bedeutet das fruchtbare Ackerland, also γουνὸς ἀλωῆς genitiv. definitivus, die ἀλωή ist der γουνός; diese Erklärung scheint Vielen nicht recht auf γουνὸν Ἀθηνάων zu passen, weil Attika mehr schlechten Boden als fruchtbare Striche enthalte. Nach der anderen Erklärung ist γουνός verwandt mit γόνυ, γῶνος, und bedeutet die Anhöhe, die Ecke, den Vorsprung; diese Erklärung paßt wohl besser auf γουνὸν Ἀθηνάων, aber schlechter auf γουνὸς ἀλωῆς. Die Stelle, wo γουνὸν Ἀθηνάων steht, scheint späteres Ursprungs zu sein; sie enthält noch mehreres andere sehr Auffällige. An sie schließen sich γουνοῖς Ἀθανᾶν Pind. I. 4, 25, Hesiod. Th. 54 γουνοῖσιν Ἐλευθῆρος, 329 γουνοῖσιν Νεμείης, Herodot. 4, 99 τον γουνὸν τὸν Σουνιακόν. Allein auf diese Stellen kommt bei der Untersuchung über die ursprüngliche Bedeutung des Wortes Nichts an, weil die Autoren eben von Homer abhangen und dessen γουνὸν Ἀθηνάων vor Augen haben. Vgl. noch Scholl. Iliad. 18, 57 Apollon. Lex. Homer. p. 55, 20.
Greek (Liddell-Scott)
γουνός: ὁ, γόνιμος χώρα, φυτὸν ὥς γουνῷ ἀλωῆς Ἰλ. Σ.
French (Bailly abrégé)
1οῦ (ὁ) :
hauteur arrondie, terrain en mamelon.
Étymologie: γόνυ.
2v. γόνυ.
English (Autenrieth)
probably (if from γόνυ) curve, slope; of hilly places, γουνὸν Ἀθηναίων, Od. 11.323 (cf. Hdt. iv. 99); ἀλωῆς, α 1, Il. 18.57.
English (Slater)
γουνός
1 high ground ? (φάμα) ἅ τε κἀν γουνοῖς Ἀθανᾶν ἅρμα καρύξαισα νικᾶν (I. 4.25)
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
• Alolema(s): γῶνος Hsch.
1 agr. terreno fértil para cultivo, bancal esp. de viñas τὸν μὲν ἐγὼ θρέψασα, φυτὸν ὣς γουνῷ ἀλωῆς al que yo crié cual cepa en bancal de viñedo, Il.18.57, θαλύσια γουνῷ ἀλωῆς Il.9.534, ἀνὰ γουνὸν ἀλωῆς οἰνοπέδοιο Od.1.193, cf. Q.S.8.278, Hsch., EM 239.4G.
•tb. simpl. tierra, suelo Hsch.s.u. γῶνος.
2 promontorio, cerro Ἀριάδνην ... ἥν ποτε Θησεὺς ... ἐς γουνὸν Ἀθηνάων ἱεράων ἦγε μέν Ariadna a quien una vez Teseo quería llevar al promontorio de la sagrada Atenas, Od.11.323, cf. Orác. en Sch.E.Med.679, τὸν γουνὸν τὸν Σουνιακόν Hdt.4.99, Ἀκταίη τις ἔναιεν Ἐρεχθέος ἔν ποτε γουνῷ Call.Fr.230, plu. poét. Μνημοσύνη, γουνοῖσιν Ἐλευθῆρος μεδέουσα Mnemosine, señora de las colinas de Eleuter Hes.Th.54, τόν ῥ' Ἥρη ... γουνοῖσιν κατένασσε Νεμείης Hes.Th.329, ἐν γουνοῖς Ἀθανᾶν Pi.I.3/4.43.
• Etimología: Quizá rel. γόνυ interpr. como ‘lugar elevado’. < γουνός γοῦνος > γουνός
v. γόνυ.