δερματομαλάκτης
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
ου, ὁ,
A currier, Sch.Pl.Grg.517e.
German (Pape)
[Seite 549] ὁ, Gerber, Schol. Plat. Gorg. p. 357.
Greek (Liddell-Scott)
δερματομαλάκτης: ὁ, δερματουργός, σκυτοδέψης, Σχολ. Πλάτ. Γοργ. σ. 357.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ ablandador o suavizador de pieles, e.e., curtidor Hsch.s.u. σκυτοδέψης, Sch.Pl.Grg.517e.