διωρία

From LSJ
Revision as of 12:00, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_12)

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διωρία Medium diacritics: διωρία Low diacritics: διωρία Capitals: ΔΙΩΡΙΑ
Transliteration A: diōría Transliteration B: diōria Transliteration C: dioria Beta Code: diwri/a

English (LSJ)

ἡ, either (ὅρος)

   A fixed space or interval, or (ὥρα) appointed time, J.BJ5.9.1.

Greek (Liddell-Scott)

διωρία: ἡ, (ὥρα) διάστημα δύο ὡρῶν, Βυζ.˙ διωρία διὰ τοῦ ω μεγάλου καιρὸν δηλοῖ, διορία δὲ = προθεσμία, διορία, Ἡσύχ., Σουΐδ.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ separación Hsch.
-ας, ἡ

• Grafía: graf. διορ- Vit.Aesop.G 82, Origenes Io.13.41
intervalo de tiempo, plazo διωρίαν βουλῆς ... παρασχεῖν conceder un plazo para la reflexión I.BI 5.348, ἔλαβεν διορίαν ὅπως τὸ σημεῖον διαλύσῃ se tomó un plazo para resolver el presagio, Vit.Aesop.l.c., cf. Origenes l.c., Nil.M.79.169A, Rom.Mel.82.δʹ.1, PLond.1384.21 (biz.)
según los gramáticos término mal empleado en vez del jur. προθεσμία plazo fijado para la prescripción Phryn.16, Thom.Mag.p.288.