δυσπαρακόμιστος
Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit
English (LSJ)
ον,
A hard to carry along, Plu.Demetr.19; πλοῦς δ. a difficult voyage, Plb.3.61.2.
German (Pape)
[Seite 686] schwer fortzuschaffen; Plut. Demetr. 19; πλοῦς, schwierig, Pol. 3, 61, 2.
Greek (Liddell-Scott)
δυσπαρακόμιστος: -ον, δυσκόλως παρακομιζόμενος , δυσκολομετακόμιστος, Πλούτ. Δημητρ. 19· πλοῦς δ., δύσκολος πλοῦς, δύσκολον ταξείδιον, Πολύβ. 3. 61, 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à transporter.
Étymologie: δυσ-, παρακομίζω.
Spanish (DGE)
-ον
1 difícil de transportar τὸ (σιδηροῦν) πάτριον τῶν Σπαρτιατῶν νόμισμα Arist.Fr.481, κριθαί Plu.2.915f, dicho de los alimentos cargados por las hormigas, Plu.2.967f, cf. Demetr.19.
2 ref. al propio transporte dificultoso, que supone un difícil traslado πλοῦς δ. una navegación difícil de realizar Plb.3.61.2.