ἑτερόφωνος

From LSJ
Revision as of 19:57, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι → narrowly missed destroying

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτερόφωνος Medium diacritics: ἑτερόφωνος Low diacritics: ετερόφωνος Capitals: ΕΤΕΡΟΦΩΝΟΣ
Transliteration A: heteróphōnos Transliteration B: heterophōnos Transliteration C: eterofonos Beta Code: e(tero/fwnos

English (LSJ)

ον,

   A of different voice: hence, foreign, A. Th. 170(lyr.).    II discrepant, opp. σύμφωνος, Porph.Chr.15.

German (Pape)

[Seite 1051] von anderer, verschiedener Stimme, fremdredend, στρατός Aesch. Spt. 154.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτερόφωνος: -ον, ἔχων διάφορον φωνήν, ἑτερόγλωσσος, ἐντεῦθεν, ξένος ἑτεροφώνῳ στρατῷ Αἰσχύλ. Θήβ. 170, ἔνθαλέξις ἴσως εἶναι γλώσσημα· διότι τὸ μέτρον ἀπαιτεῖ λέξ. οἵαν ὁ Ἔρμαννος προτείνει: ἑτεροβάγμονι στρατῷ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de son différent, càd qui parle une autre langue.
Étymologie: ἕτερος, φωνή.