εὔαρκτος
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
English (LSJ)
ον, (ἄρχω)
A easy to govern, manageable, of a horse's mouth, A.Pers.193.
German (Pape)
[Seite 1057] leicht zu beherrschen, στόμα, Aesch. Pers. 189.
Greek (Liddell-Scott)
εὔαρκτος: -ον, (ἄρχω) ὁ εὐκόλως ἀρχόμενος, πειθήνιος, ἐν ἡνίαισί τ’ εἶχεν εὔαρκτον στόμα, ἐπὶ ἵππου, Αἰσχύλ. Πέρσ. 193.