θεοείκελος
From LSJ
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
English (LSJ)
ον,
A godlike, of Achilles, Il.1.131, al.; of Telemachus, Od.3.416; of Hector and Andromache, Sapph.Supp.20c.6: in Prose, Pl.R.501b, Them.Or.6.79a.
German (Pape)
[Seite 1195] = Vorigem; Achilles, ll. 1, 131, Telemach, Od. 3, 416; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
θεοείκελος: -ον, ὅμοιος θεῷ, Ὅμ., ὅστις ἔχει τὴν λέξιν ὡς συνώνυμον τῷ θεοειδής, ἐπὶ τοῦ Ἀχιλλέως, Ἰλ. Α. 131 κ. ἀλλ.· ἐπὶ τοῦ Τηλεμάχου, Ὀδ. Γ. 416.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. θεοειδής.