καρυοβαφής
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
ές,
A stained with walnut-juice, EM492.55, cf. Hsch. s.v. karuxr (ou=s) .
German (Pape)
[Seite 1331] ές, mit Nußschaalen schwarz gefärbt, E. M 492 E., Erklg von καρύκινος, man vermuthet καρυκοβαφής.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰρυοβᾰφής: -ές, βεβαμμένος διὰ βαφῆς παρασκευαζομένης ἐκ τῶν κελύφων χλωρῶν καρύων ὡς ποιοῦσι καὶ νῦν αἱ γυναῖκες βάπτουσαι τὴν μέταξαν, ἴδε Δουκάγγ.