κατάπλεως
From LSJ
ἀσμένῳ δέ σοι ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάος → glad wilt thou be when night, arrayed in spangled garb, shuts out the light
English (LSJ)
ων, gen. ω, Att. for κατάπλεος.
German (Pape)
[Seite 1370] s. κατάπλεος.
Greek (Liddell-Scott)
κατάπλεως: -ων, γεν. -ω, Ἀττ. ἀντὶ τοῦ κατάπλεος.