κατικετεύω
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
Ion. for καθικετεύω.
German (Pape)
[Seite 1401] ion. = καθικετεύω, Her.
Greek (Liddell-Scott)
κατῐκετεύω: Ἰων. ἀντὶ τοῦ καθικετεύω.
French (Bailly abrégé)
ion. c. καθικετεύω.