κατοικτίζω

From LSJ
Revision as of 19:42, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατοικτίζω Medium diacritics: κατοικτίζω Low diacritics: κατοικτίζω Capitals: ΚΑΤΟΙΚΤΙΖΩ
Transliteration A: katoiktízō Transliteration B: katoiktizō Transliteration C: katoiktizo Beta Code: katoikti/zw

English (LSJ)

Att. fut. -ιῶ A.Supp.903: = foreg., c. acc. rei,

   A πόνους S.OC384, etc.; λακὶς χιτῶνος ἔργον (i.e. χιτῶνα) οὐ κατοικτιεῖ A.l.c.:—Med., bewail oneself, utter lamentations, Hdt.2.121.γ, 3.156, A.Eu.121 (prob.); τί κατοικτίζει μάτην; Id.Pr.36:—aor. Pass. κατῳκτίσθην E.IA686: c.acc., as in Act., στρατόν A.Pers.1062 (lyr.).    II causal, excite pity, ῥήματα . . κατοικτίσαντά πως S.OC1282.

German (Pape)

[Seite 1403] bemitleiden, bedauern; πάθος Aesch. Eum. 119; τοὺς σοὺς πόνους θεοὶ κατοικτιοῦσιν Soph. O. C. 385; τὰς ξυμφοράς Eur. Heracl. 153; absolut, ῥήματα κατοικτίσαντα, Worte des Mitleids, Soph. O. C. 1284; übertr., schonen, λακὶς χιτῶνος ἔργον οὐ κατοικτιεῖ Aesch. Suppl. 880. – Med. = act.; Aesch. Prom. 36; κατοίκτισαι στρατόν Pers. 1062. – Aber bei Her. 3, 156 = sich beklagen, um Anderer Mitleid zu gewinnen; so auch κατῳκτίσθην Eur. I. A. 686.

Greek (Liddell-Scott)

κατοικτίζω: κατοικτείρω, μετ’ αἰτ. πράγμ., Σοφ. Ο. Κ. 384, κτλ.· λακὶς χιτῶνος ἔργον (ὅ ἐστι χιτῶνα) οὐ κατοικτιεῖ Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 903.― Μέσ., θρηνῶ δι’ ἐμαυτόν, ἐκφέρω θρήνους, Ἡρόδ., 3. 156, Αἰσχύλ. Πρ. 36· καὶ πιθ. κατοικτίζει (ἀντὶ -εις) διορθωτέον ἐν Εὐμ. 121· οὕτως ἐν τῷ παθ. ἀορ. κατῳκτίσθην, Εὐρ. Ι. Α. 686·― μετ’ αἰτ. πράγμ. ὡς ἐν τῷ ἐνεργ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 1062. ΙΙ. Μεταβ. ἐνεργείας, κινῶ τὸν οἶκτον, ῥήματα… κατοικτίσαντά πως Σοφ. Ο. Κ. 1282.

French (Bailly abrégé)

f. κατοικτίσω, att. κατοικτιῶ;
1 avoir pitié de, acc.;
2 exciter la pitié;
3 faire prendre en pitié, faire paraître misérable, acc.;
Moy. κατοικτίζομαι (f. κατοικτιοῦμαι);
1 s’apitoyer sur, acc.;
2 se lamenter.
Étymologie: κατά, οἰκτίζω.