κλοπιμαῖος
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
English (LSJ)
α, ον,
A acquired by theft, Luc.Icar.20; βόες Ant.Lib.23.4. Adv. -αίως Gloss.
German (Pape)
[Seite 1456] = Folgdm; gestohlen, Luc. Icarom. 20 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κλοπῐμαῖος: -α, -ον, = τῷ ἑπομ., Λουκ. Ἰκαρ. 20, Ἀντων. Λιβερᾶλ. 23. ― Ἐπίρρ. -ως.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
volé, furtif.
Étymologie: κλοπή.