λεκιθώδης
From LSJ
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
English (LSJ)
ες, (λέκιθος B)
A yolk-coloured, Hp.Epid.4.14, Thphr.HP 4.8.11, Aret.SD1.15, etc.
German (Pape)
[Seite 27] ες, breiartig, oder dotterartig, dottergelb, Hippocr., Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
λεκῐθώδης: -ες, (λέκιθος, ἡ) ἔχων χρῶμα λεκίθου, κρόκου, ᾠοῦ, Ἱππ. 1123Β, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱσ. 4. 8, 11.