λιχμάζω
From LSJ
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
English (LSJ)
A = λιχμάω, Hes.Sc.235; γλώσσῃ λ. Nic.Th.229. II trans., lick, Opp.H.2.250, Nonn.D.44.111; Ion. impf., λιχμάζεσκε δέρην Mosch.2.94.
Greek (Liddell-Scott)
λιχμάζω: (λείχω) = λιχμάω, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 235· γλώσσῃ λ. Νικ. Θ. 229. ΙΙ. μεταβ., λείχω, ὃν πόδα λιχμάζουσι Ὁππ. Ἁλ. 2. 250, Νόνν. Δ. 44. 111· Ἰων. παρατ. λιχμάζεσκε δέρην Μόσχ. 2. 94.
French (Bailly abrégé)
1darder sa langue.
Étymologie: cf. λιχμάω.
2se pourlécher.
Étymologie: usage thrace de λιχμάζω.