λύγος

From LSJ
Revision as of 15:32, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

τὸ δι' ἀκριβείας ἐξεταζόμενον → exactly weighed words

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λύγος Medium diacritics: λύγος Low diacritics: λύγος Capitals: ΛΥΓΟΣ
Transliteration A: lýgos Transliteration B: lygos Transliteration C: lygos Beta Code: lu/gos

English (LSJ)

[ῠ], ἡ, also ὁ, Longus 3.27 codd.:—

   A = ἄγνος, agnus castus, Vitex Agnus-castus, withy: in pl., its twigs or withes, τοὺς [the rams] συνέεργον ἐϋστρεφέεσσι λύγοισι Od.9.427, cf. 10.166, E.Cyc.225, etc.; in δίδη μόσχοισι λύγοισι Il.11.105, λύγοισι is the specific word added to the generic μόσχοισι (cf. σῦς κάπρος, ἴρηξ κίρκος, etc.): in late Prose, Arr.Fr.153 J.; used for wreaths, στεφανοῦται λύγῳ Anacr.41; cf. λύγινος.    II λυγῶς (sic cod., fort. λυγός) screw-press used by carpenters, Hsch. (but perh. λυγῶ<δε>ς).

German (Pape)

[Seite 67] ἡ, selten ὁ, jeder junge, biegsame, zum Flechten geeignete Zweig, neben κλάδος u. φιτρός genannt, Arist. plant. 1, 4; τοὺς ἀκέων συνέεργον ἐϋστρεφέεσσι λύγοισιν Od. 9, 427, wo der Schol. erkl. ἱμαντῶδες φυτόν, wie ἐγὼ σπασάμην ῥῶπάς τε λύγους τε 10, 166; aber Il. 11, 105, δίδη μόσχοισι λύγοισι, scheint es adj., biegsam, zu sein; und sonst bei Sp., vgl. Agath. 85 (VII, 204), οὐκέτιπέρδιξ, πλεκτὸς λεπ ταλέαις οἶκος ἔχει σε λύγοις, ein geflochtener Käfig. – Schol. Plat. Rep. III, 143 erkl. μάστιγες; vgl. Suid. – Zu Kränzen gebraucht, λύγος, ἀρχαῖον Καρῶν στέφος, Nicaenet. bei Ath. XV, 673 b, wo auch aus Anacr. angeführt ist στεφανοῦταί τε λύγῳ. – Nach Schol. Od. a. a. O. war ὁ λύγος bei den Attikern = ἅγνος, eine bestimmte Weidenart. – Λυγός aber ist nach Hesych. στρεβλωτήριον ὄργανον, eine Schraube der Tischler, geleimtes Holz darein zu spannen. – Und τὸ λύγος nach E. M. = σκότος. Vgl. λύγη.

Greek (Liddell-Scott)

λύγος: [ῠ], ἡ, καὶ ὁ, Λόγγος 3. 27, = τῷ μεταγεν. ἄγνος, vitex agnus ἢ agnus castus, δένδρονθάμνος πρὸς ἰτέαν ὅμοιος, «λυγαρ~ιά»· ἐν τῷ πληθ., οἱ κλῶνες αὐτῆς, Λατ. vimina, τοὺς [τράγους] συνέεργον ἐϋστρεφέεσσι λύγοισι Ὀδ. Ι. 427, πρβλ. Κ. 166, Εὐρ. Κύκλ. 225, κτλ.· ἐν τῷ: δίδη μόσχοισι λύγοισι Ἰλ. Λ. 105, τὸ λύγοισι δηλοῖ τὸ εἶδος, τὸ δὲ μόσχοισι τὸ γένος (ὡς ἐν τοῖς: σῦς κάπρος, ἴρηξ κίρκος, κτλ.)· λ. καὶ κλάδοι Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 3, 3, κτλ.· - ἦτο προσέτι ἐν χρήσει καὶ ἐν τῇ κατασκευῇ στεφάνων, στεφανοῦται λύγῳ Ἀνακρ. 41, πρβλ. Ἀθήν. 671F· καὶ ἴδε ἐν λέξ. λύγινος. ΙΙ. = στρέβλη, «καλιάγρα», πιεστήριον, ἐν χρήσει παρὰ λεπτουργοῖς, Ἡσύχ. (Ἐντεῦθεν παράγονται τα λυγίζω, λυγόω· πρβλ. Σανσκρ. ling, ling-âmi (flecto)· Λατ. lig-are, lic-tor, ἴσως καὶ luc-ta).

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
1 osier ou gatilier (vitex agnus castus), plante;
2 adj. souple comme l’osier, flexible.
Étymologie: DELG cf. lit. lugnas « flexible, souple », all. Locke « boucle ».

English (Autenrieth)

willow-twig, osier, withe.