λύγινος
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
English (LSJ)
η, ον, of agnus castus, στέφανος λ. Heph. ap. Ath.15.673e; cf. λύγος.
German (Pape)
[Seite 67] von Weiden gemacht, geflochten, στέφανος, Ath. XV, 673 d.
Greek (Liddell-Scott)
λύγῐνος: [ῠ], -η, -ον, ἐκ λύγου, «λυγαριᾶς», Λατ. viētus, στέφανος λ., ἴδε Welcker εἰς Αἰσχύλ. Τριλογ. σ. 49 κἑξ.· πρβλ. λύγος.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α λύγινος, -ίνη, -ον) λύγος
κατασκευασμένος από κλαδιά ή άνθη λυγαριάς («λύγινο στεφάνι»).