μεταβάπτω
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
English (LSJ)
A change by dipping, Luc.Am.40: metaph., αὐτοὺς μ. ἡ φιλοσοφία Id.Bis Acc.8:—Pass., change one's complexion, Id.Anach. 33.
German (Pape)
[Seite 144] umfärben, anders färben, Sp., wie Luc. bis accus. 8, μεταβαφέντες ὑπὸ τοῦ δέους Gymnas. 33; von der eisernen Münze der Spartaner, ὄξει μεταβαπτόμενον ἐκ πυρός, durch Eintauchen in Essig verändert, Plut. Lys. 17.
Greek (Liddell-Scott)
μεταβάπτω: μέλλ. -ψω, δίδω διὰ βαφῆς ἄλλο χρῶμα, τοὺς πλοκάμους... ξανθῷ μεταβάπτουσιν ἄνθει Λουκ. Ἔρωτες 40· ἔτι γὰρ αὐτοὺς μετέβαπτεν ἡ φιλοσοφία παραλαβοῦσα ὁ αὐτ. ἐν Δὶς Κατηγ. 8· ― ἐν τῷ παθ., χρῆσθαι τῷ πατρίῳ νομίσματι· τοῦτο δ’ ἦν σιδηροῦν, πρῶτον μὲν ὄξει μεταβαπτόμενον ἐκ πυρός, ἐμβαπτόμενον εἰς ὄξος, Πλουτ. Λύσ. 17· μεταφορ., ἀλλάσσω τὸ χρῶμα μου, ὠχροὶ ἅπαντες, ὑπὸ δέους μεταβαφέντες Λουκ. Ἀνάχ. 33.
French (Bailly abrégé)
teindre en une autre couleur ; Pass. changer de couleur.
Étymologie: μετά, βάπτω.