μόσσυν

From LSJ
Revision as of 20:03, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

Ῥᾷον βίον ζῇς, ἢν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Vivas facilius, coniugem si non alas → Dann lebst du leichter, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 468
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μόσσυν Medium diacritics: μόσσυν Low diacritics: μόσσυν Capitals: ΜΟΣΣΥΝ
Transliteration A: móssyn Transliteration B: mossyn Transliteration C: mossyn Beta Code: mo/ssun

English (LSJ)

ῡνος, ὁ,

   A wooden house or tower, ξύλινοι μ. Aen.Tact.33.3; ὁ βασιλεὺς [τῶν Μοσσυνοίκων] ὁ ἐν τῷ μόσσυνι X.An.5.4.26; σὺν τοῖς μοσσύνοις (as if from μόσσυνος, nisi leg. τοῖν μοσσύνοιν) ibid.; [οἱ Μοσσύνοικοι] οἰκοῦσιν ἐπὶ ξυλίνοις . . πύργοις... μόσσυνας αὐτὰ καλοῦντες D.H.1.26, cf. Str.12.3.18.    2 palisade, Lyc.433.    3 prob. slip for shipbuilding, Id.1432. [μόσσῡνας proved by the metre in A.R. 2.1017, Call.Aet.Oxy.2080.70, Lyc. ll.cc.: freq. written μόσυν in codd.]

German (Pape)

[Seite 209] od. μόσυν, υνος, ein hölzerner Thurm, ein hölzernes Haus. wonach die Μοσσύνοικοι (s. nom. propr.) benannt sind; Ap. Rh. 2, 379. 1019, δουρατέοις πύργοισιν ἐν οἰκία τεκτήναντες καλλιμα καὶ πύργους εὐπηγέας, οὓς καλέουσι μόσσυνας; Xen. An. 5, 4, 26; D. Hal. 1, 26; der plur. lautet auch μόσυνοι, Schol. Ap. Rh. 2, 379; u. so steht σὺν τοῖς μοσύνοις bei Xen. a. a. O.

Greek (Liddell-Scott)

μόσσυν: -ῡνος, ὁ, οἰκία ἐκ ξύλων ἢ πύργος, ὁ βασιλεὺς [τῶν Μοσσυνοίκων], ὁ ἐν τῷ μόσσυνι Ξεν. Ἀνάβ. 5. 4, 26· σὺν τοῖς μοσσύνοις, ὡς ἐξ ὀνόμ. μόσσυνος, (ἐκτὸς ἐὰν ἀναγνώσωμεν μετὰ τοῦ Schneid τοῖν μοσσύνοιν), αὐτόθι· [οἱ Μοσσύνοικοι] οἰκοῦσιν ἐπὶ ξυλίνοις... σταυρώμασι μόσσυνας αὐτὰ καλοῦντες Διον. Ἁλ. 1. 26, πρβλ. Στράβ. 549. Οὗτοι οἱ Μοσσύνοικοι κατὰ πρῶτον μνημονεύονται ὑπὸ τοῦ Ἡροδ. 3, 94., 7, 78, ὡς ἔθνος Ἀσιατικὸν κατοικοῦν παρὰ τὸν Εὔξεινον Πόντον πλησίον τῶν Κόλχων καὶ Τιβαρηνῶν, 3. 94., 7. 78. Λέγεται δὲ ὅτι ἐν τῇ χώρᾳ αὐτῶν παρήγετο φυσικὸς ὀρείχαλκος, Ἀριστ. π. Θαυμ. 62. [ῡ, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1016, 1018, ὅθεν φαίνεται ὡσαύτως ὅτι μόσσυν καὶ οὐχὶ μόσυν, εἶναι ὁ ἀληθὴς τύπος].

French (Bailly abrégé)

ou μόσυν, gén. υνος (ὁ) :
1 tour en bois;
2 p. ext. cabane, hutte en bois.
Étymologie: DELG emprunt iranien probable.