μηχανικός
Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
English (LSJ)
ή, όν,
A resourceful, inventive, X.Mem.4.3.1, v.l. in Id.HG3.1.8. Adv. -κῶς D.S. 18.27. 2 c. gen. rei, τῶν ἐπιτηδείων -ώτερος X.Lac.2.7. II of or for machines, mechanical, ὄργανα μ. Arist.Pol.1336a11; αἱ . . κινήσεις αἱ μ. Id.Mech. 848a14; μ. ἀποδείξεις in mechanics, Id.APo.76a24: μηχανικά, τά, the science of mechanics, title of work ascribed to Aristotle: ἡ -κή (sc. τέχνη) Arist.Metaph. 1078a16, AP9.807; μ. ποίημα Sotad.15.6; μ. ἔργα PFlor. 152.4 (iii A. D.): Subst. μηχανικός, ὁ, engineer, Plu.Per.27, Sammelb.310. Adv. -κῶς Callix.2.
German (Pape)
[Seite 181] erfinderisch; vom Feldherrn, Xen. Mem. 3, 1, 6. 4, 7, 1; geschickt, kunstreich, Sp.; Maschinen betreffend, ἡ μηχανική, sc. τέχνη, die Maschinenkunst, die Kunst durch Benutzung der Naturkräfte Maschinen zusammenzusetzen; auch ὄργανα μηχανικά, D. Sic. 17, 98.
Greek (Liddell-Scott)
μηχᾰνικός: -ή, -όν, πλήρης ἐπινοιῶν, ἐφευρετικός, εὐφυής, Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 1, Ἑλλ. 3. 1, 8. - Ἐπίρρ. -κῶς, Διόδ. 18. 27. 2) μετὰ γεν. πράγμ., ὡς τὸ μηχανητικός, Ξεν. Λακ. 2. 7, ἐν τῷ συγκρ. -ώτερος. ΙΙ. ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μηχανάς, μηχανικός, ὄργανα Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 17, 2. αἱ... κινήσεις αἱ μ. ὁ αὐτ. ἐν Μηχαν. ἐν τῷ προλόγῳ 9· μηχανικά, τά, ἡ ἐπιστήμη τῆς μηχανικῆς, περὶ ἧς ὁ Ἀριστ. ἔγραψε πραγματείαν· οὕτως, ἡ -κὴ (ἐξυπ. τέχνη), ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλ. Ὑστ. 1. 9, 4, Ἀνθ. Π. 9. 807· - ὁ μηχανικός, ἐφευρετικός, ἐπινοῶν, Πλουτ. Περικλ. 27.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
industrieux, habile à travailler, gén;
Cp. μηχανικώτερος.
Étymologie: μηχανή.