νάκη
From LSJ
Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ,
A woolly or hairy skin, ἂν δὲ νάκην ἕλετ' αἰγός Od.14.530; also of sheep, Lyc.1310; αἰγῶν νάκαι καὶ προβάτων Paus.4.11.3. (Cf. OE. næsc 'leather'.)
German (Pape)
[Seite 228] ἡ, wolliges Fell, Vließ, bes. der Ziege, Od. 14, 530, u. des Schaafes, vgl. das bes. bei Sp. gebräuchlichere νάκος; E. M. unterscheidet νάκη als Ziegenfell von κώδιον, Schaaffell.
Greek (Liddell-Scott)
νάκη: [ᾰ], ἡ, δέρμα δασύμαλλον, ἂν δὲ νάκην ἕλετ’ αἰγὸς Ὀδ. Ξ. 530· ὡσαύτως προβάτου, Λυκόφρων 1310· αἰγῶν νάκαι καὶ προβάτων Παυσ. 4. 11, 3. Πρβλ. νάκος.
French (Bailly abrégé)
1ης (ἡ) :
c. νάκος.
2ῶν (τά) :
pl. de νάκος.