νεότευκτος
From LSJ
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
English (LSJ)
ον,
A newly wrought, κασσίτερος Il.21.592; εἰκών Epigr.Gr.311 (Smyrna).
German (Pape)
[Seite 245] neu bereitet, neu gemacht, κνημὶς νεοτεύκτου κασσιτέροιο, Il. 21, 592.
Greek (Liddell-Scott)
νεότευκτος: -ον, ὁ νεωστὶ εἰργασμένος, κασσίτερος Ἰλ. Φ. 592· εἰκὼν Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 311.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
nouvellement fabriqué.
Étymologie: νέος, τεύχω.