ὀνόκωλος
From LSJ
Καὶ ζῶν ὁ φαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft
English (LSJ)
ον,
A = ὀνοσκελίς, of the hobgoblin Empusa, Sch. Ar.Ra.296 :—also ὀνό-κωλις, ἡ, Eust.1704.42.
German (Pape)
[Seite 348] eselsfüßig, Schol. Ar. Ran. 295.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνόκωλος: -ον, = ὀνοσκελίς, ἐπὶ τοῦ φαντάσματος τῆς Ἐμπούσης, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 295· ὡσαύτως ὀνοκώλη, ὀνόκωλις, ἡ, Εὐστ. 1704. 4, Ἐτυμολ. Μέγα.