ὀρεύς

Revision as of 19:39, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

Ion. οὐρεύς, έως, ὁ (even

   A ὁ θῆλυς ὀ. Arist.HA577b22, though τῆς θηλείας follows τοῖς θήλεσιν ib.573a16), mule, in Il., as a beast of draught and burden, always in Ion. form, synon. with ἡμίονος, cf. 23.115 with 121, and 24.702 with 716 ; also in Ar.Ra.290, etc. ; νικᾶν τοῖς ὀρεῦσι win the mule-race, Arist.Rh.1405b25.—In Att. ἡμίονος is the usual word, though the Adj. ὀρικός is preferred to ἡμιονικός by Moer.p.273 P.    II poet. Adj. for ὀρεινός, Lyc.1111.

German (Pape)

[Seite 373] ὁ, ion. u. ep. οὐρεύς (wahrscheinlich von ὄρος, das Bergthier, das in Gebirgen besonders gebraucht wird), Maulthier, Maulesel; Il. 1, 50. 23, 111 ff. 24, 716; Ar. Ran. 290; Arist. u. Folgde. – Poet. = ὀρεινός, ἐργάτης, der in den Bergen arbeitet, Lycophr. 1111.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρεύς: Ἰων. οὐρεύς, έως, ὁ· γεν. πληθ. οὐρῶν Ἐπιγραφ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 2338. 82· - ἡμίονος, κοινῶς «μουλάρι», συχν. ἐν τῇ Ἰλ., ὡς ζῷον φορτηγὸν καὶ ἐλαῦνον ἅμαξαν κτλ. ἀλλ’ ἀείποτε ἐν τῷ Ἰων. τύπῳ· συνών. τῷ ἡμίονος, πρβλ. Ἰλ. Ψ. 115 πρὸς 121, καὶ Ω. 702 πρὸς 716· ὡσαύτως ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 290, κτλ.· καὶ ὅταν δὲ γίνηται λόγος περὶ τοῦ θήλεος, τὸ γένος μένει ἀμετάβλητον, ὁ θῆλυς ὀρεὺς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 24, 1 καὶ 4, ἂν καὶ ἐν 6. 18, 22, ἀμέσως μετὰ τό: τοῖς θήλεσιν προστίθησι τῆς θηλείας: - νικᾶν ὀρεῦσι Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 14, πρβλ. ἡμίονος. - Παρ’ Ἀττ. ἡ συνήθης λέξις εἶναι ἡμίονος, ἂν καὶ τὸ ἐπίθ. ὀρικὸς προτιμᾷ τοῦ ἡμιονικὸς ὁ Μοῖρις. (Ἐκ τοῦ ὄρος, ἐπειδὴ ἡμίονοι κατὰ τὸ πλεῖστον χρησιμοποιοῦνται ἐν ὀρειναῖς χώραις, ἴδε Ἰλ. Ρ. 742 κἑξ., Ψ. 111-123.) ΙΙ. ποιητ. ἐπίθ. ἀντὶ τοῦ ὀρεινός, Λυκόφρ. 1111.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
mulet, animal.
Étymologie: ὄρος.