οὐρεύς
English (LSJ)
ῆος, ὁ, Ion. for ὀρεύς (q.v.): in Il.1.50, 10.84 it has been taken as, = οὖρος, φύλαξ, a guard, warder, cf. Arist.Po.1461a10; but it may well mean mules here, as in other places, and the Sch. give both explanations.
German (Pape)
[Seite 418] ὁ, wie οὖρος, der Wächter; ἠέ τιν' οὐρήων διζήμενος ἤ υιν' ἑταίρων, Il. 10, 84, welchen Vers Einige dieser Bedeutung wegen verwerfen, Andere gezwungen für Maulthiere erklären; aber nicht bloß die VLL. erklären οὐρήων, τῶν φυλάκων, sondern Arist. poet. 25 erwähnt eine Untersuchung der Grammatiker über Il. 1, 50, ἴσως γὰρ οὐ τοὺς ἡμιόνους λέγει, ἀλλὰ τοὺς φύλακας. ὁ, ion. = ὀρεύς, Maulthier, Il. 1, 50 u. öfter; ταλαεργός, Hes. O. 32; Her. Vgl. das Folgde.
French (Bailly abrégé)
ῆος (ὁ) :
gardien, surveillant.
Étymologie: οὖρος³.
Russian (Dvoretsky)
οὐρεύς: ῆος ὁ ион. = ὀρεύς.
ῆος ὁ предполож. страж Hom.
Greek (Liddell-Scott)
οὐρεύς: ῆος, ὁ, Ἰων. ἀντὶ ὀρεύς, ὃ ἴδε· - ἐν Ἰλ. Κ. 84, ἠέ τιν’ οὐρήων διζήμενος ἤ τιν’ ἑταίρων, κοινῶς λαμβάνεται ὡς = οὖρος, φύλαξ, σκοπός, φύλαξ, πρβλ. Ἀριστ. Ποιητ. 25, 16· ἀλλὰ δύναται νὰ σημαίνῃ καὶ ἐνταῦθα ὡς καὶ ἐν ἄλλοις χωρίοις ἡμιόνους, καὶ οἱ Σχολ. δίδουσιν ἀμφοτέρας τὰς ἑρμηνείας.
English (Autenrieth)
ῆος (ὄρος): mule, as mountain animal, cf. ἡμίονος. [For οὖρο Od. 18.3, in Il. 10.84.] (Il.)
Greek Monolingual
(I)
οὐρεύς, -ῆος, ὁ (Α)
ιων. τ. σκοπός, φύλακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖρος (Ι) «φύλακας» + επίθημα -εύς].
(II)
οὐρεύς, ὁ (Α)
ιων. τ. βλ. ορεύς.
Greek Monotonic
οὐρεύς: -ῆος, ὁ, Ιων. αντί ὀρεύς·
I. μουλάρι, σε Ομήρ. Ιλ.
II. = οὖρος, φύλακας, φρουρός, σε Ομήρ. Ιλ.· Ι 84 η σημασία είναι αβέβαιη.
Middle Liddell
οὐρεύς, ῆος, ὁ, [ionic for ὀρεύς
I. a mule, Il.
II. = οὖρος a guard, in Il. 10. 84 the sense is uncertain.