ὀρθοδοξία
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
ἡ,
A right opinion, Poll. 4.7, Hierocl.in CA10p.435M., Olymp.in Phd.p.113 N.
German (Pape)
[Seite 374] ἡ, die rechte, richtige Meinung, Poll. 4, 7; die Rechtgläubigkeit, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρθοδοξία: ἡ ὀρθὴ γνώμη, δοξασία, Πολυδ. Δ΄, 7. - Ἐκκλησιαστ., ὀρθὴ δοξασία περὶ τῆς χριστιανικῆς πίστεως, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν κακοδοξίαν, Εὐσέβ. ΙΙ, 272Α, Ἀθαν. Ι. 237D, II, 720Α, Βασίλ. IV, 561Α. - Ἡ Κυριακὴ ἢ ἑορτὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, οὕτως ὀνομάζεται ἡ πρώτη Κυριακὴ τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς, ἑορταζομένη πρὸς ἀνάμνησιν τῆς ἀναστηλώσεως τῶν ἁγίων εἰκόνων ἐπὶ τῆς βασιλείας Μιχαὴλ τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοφίλου, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 191. 156, 18, κλ.