ὀρθοδοξία

From LSJ
Revision as of 09:43, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρθοδοξία Medium diacritics: ὀρθοδοξία Low diacritics: ορθοδοξία Capitals: ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ
Transliteration A: orthodoxía Transliteration B: orthodoxia Transliteration C: orthodoksia Beta Code: o)rqodoci/a

English (LSJ)

ἡ,

   A right opinion, Poll. 4.7, Hierocl.in CA10p.435M., Olymp.in Phd.p.113 N.

German (Pape)

[Seite 374] ἡ, die rechte, richtige Meinung, Poll. 4, 7; die Rechtgläubigkeit, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθοδοξία: ἡ ὀρθὴ γνώμη, δοξασία, Πολυδ. Δ΄, 7. - Ἐκκλησιαστ., ὀρθὴ δοξασία περὶ τῆς χριστιανικῆς πίστεως, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν κακοδοξίαν, Εὐσέβ. ΙΙ, 272Α, Ἀθαν. Ι. 237D, II, 720Α, Βασίλ. IV, 561Α. - Ἡ Κυριακὴ ἢ ἑορτὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, οὕτως ὀνομάζεται ἡ πρώτη Κυριακὴ τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς, ἑορταζομένη πρὸς ἀνάμνησιν τῆς ἀναστηλώσεως τῶν ἁγίων εἰκόνων ἐπὶ τῆς βασιλείας Μιχαὴλ τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοφίλου, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 191. 156, 18, κλ.