παίδευμα
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
English (LSJ)
ατος, τό,
A that which is reared up or educated, i.e. nursling, scholar, pupil, E.El.887; [ὑμεῖς] παιδεύματα θεῶν ὄντες Pl.Ti. 24d; μῆλα, φυλλάδος Παρνασίας παιδεύματ' E.Andr.1100; πόντου παιδεύματα, of fish, Id.Fr.27.5 (lyr.): in pl., of a single object, Id.Hipp. 11. II thing taught, subject of instruction, S.Fr.1120.3, Pl.Lg. 747c(pl.), X.Oec.7.6, D.60.16(pl.), Arist.Pol.1338a11(pl.). 2 means of instruction, κακόν τι π. ἦν ἄρ' . . ὁ πλοῦτος E.Fr.54.
German (Pape)
[Seite 439] τό, das Erzogene, Gegenstand der Erziehung, Zögling, Eur. El. 887; auch im plur., ἁγνοῦ Πιτθέως παιδεύματα, Hipp. 11, von Einem, vgl. Andr. 1102; γεννήματα καὶ παιδεύματα θεῶν ὄντες, Plat. Tim. 24 d. – Der Gegenstand des Unterrichts, καλὰ τὰ παιδεύματα καὶ προσήκοντα γίγνοιτ' ἄν, Plat. Legg. V, 747 c; Xen. Oec. 7, 6 u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
παίδευμα: τό, τὸ ἐκπαιδευθὲν ὑπό τινος, μαθητής, τρόφιμος, θρέμμα, Εὐρ. Ἠλ. 887, Πλάτ. Τίμ. 24D, κτλ.˙ μῆλα, φυλλάδος Παρνασίας παιδεύματα, πρόβατα τῆς φυλλάδος θρέμματα τοῦ Παρνασσοῦ, Εὐρ. Ἀνδρ. 1100˙ πόντου παιδεύματα, ἐπὶ ἰχθύων, Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 98Ε˙ - συχν. ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., ἐπὶ ἑνὸς μόνου προσώπου ἢ πράγματος, Ἱππόλυτος, ἁγνοῦ Πιτθέως παιδεύματα Εὐρ. Ἱππ. 11, Πλάτ. Τίμ. 24D πρβλ. Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 1051. ΙΙ. πρᾶγμα διδασκόμενον, ὑπόθεσις διδασκαλίας, μάθημα, μουσικῆς παιδεύματα, Σοφοκλ. (;) Ἀποσπ. 779, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 747C, Ξεν. Οἰκ. 7, 6, Ἀριστ. Πολιτ. 8. 3, 11.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 ce qu’on a élevé ou instruit, élève, disciple ; poét. les poissons, les nourrissons de la mer;
2 ce qu’on a appris, connaissance, savoir.
Étymologie: παιδεύω.