παράχωμα
From LSJ
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
English (LSJ)
ατος, τό,
A embankment, dyke, in pl., Str.5.1.5, 10.2.19.
German (Pape)
[Seite 508] τό, daneben aufgeschütteter oder aufgeworfener Damm, Strab. 5, 1, 5 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
παράχωμα: τό, σωρὸς χώματος χρησιμεύων ὡς πρόχωμα εἰς τὰ πλάγια διώρυχος ἢ τάφρου, Στράβ. 212, 458.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
chaussé élevée auprès, digue.
Étymologie: παραχώννυμι.